Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πόντιοι Πρόσφυγες στη Φθιώτιδα



Πρόσφυγες από τον Πόντο μετά την αποβίβασή τους στην Κέρκυρα. Γιαννακόπουλος, Γ. (επιμ.), Προσφυγική Ελλάδα, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1992, σ.57.

        Η Μαύρη Θάλασσα κυμάτιζε αλαφρά, σκούρα λουλακιά, και
μύριζε σαν καρπούζι ζερβά μας τ’ ακρόγιαλο και τα βουνά του
Πόντου, μια φορά κ’ έναν καιρό δικά μας, δεξά αστραφτερό,
απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβύσει μέσα στο φως,
μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένη, κάθουνταν στην πρύμνα
και δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από το
αγαπημένο ουρανοθάλασσο ‘ ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα
ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος
βαθιά στις λαμπυρήθρες των ματιών τους. Δύσκολο, δύσκολο
πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα βουνά,
                                                                                                   θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι,
                                                                                                

 ένα χταπόδι είναι η ψυχή και όλα τούτα οι πλόκαμοί της.
                                                                                                                                           (Από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Αναφορά στον Γκρέκο»)

Η αρχική μαζική εγκατάσταση Ποντίων προσφύγων στην Ελλάδα θα σημειωθεί κατά τρία κύματα: κατά την πρώτη φάση της γενοκτονίας στον Πόντο (1916-1918), μετά την αποχώρηση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από τη Νότια Ρωσία τον Ιούνιο του 1919 και μετά την εκκένωση του Καρς και Αρνταχάν και τη δημιουργία ενός σημαντικού ελληνικού προσφυγικού ζητήματος στη Νότια Ρωσία. Χιλιάδες απ’ αυτούς θα έρθουν στην Ελλάδα την περίοδο 1919-1920. Η κατάσταση όπως αποτυπώνεται στις ανταποκρίσεις της εποχής είναι κακή: «Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην…. Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους, Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ, θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλύτερον…».
Πηγές:
Γεώργιος Σακκάς, Η ιστορία των Ελλήνων της Τριπόλεως του Πόντου, έκδ. Αδελφότης Τριπολιτών Πόντου, Αθήνα,1990, Γ. Καραπατάκης, «Υπόμνημα περί Καυκασίων μεταναστών και των προσφύγων του Πόντου», περ. Ποντιακή Εστία, τεύχ. 3, Μάιος ’75, σελ. 30, Ελευθέριος Παυλίδης, Ο ελληνισμός της Ρωσίας και τα 33 χρόνια του εν Αθήναις Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων, ό.π., σελ. 102.
Γιάννης Καρυπίδης, “Τελικά που είναι η πατρίδα μας;” περ. Ελλοπία, τεύχ. 9, Φεβρουάριος-Μάρτιος ‘92, σελ. 50-51.
Πρόσφυγες του 22 στη 'μητέρα-πατρίδα', ηλεκτρονικό άρθρο (από: http://www.antibaro.gr/article/1433#_ftn3 )

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ
Μετά την γενοκτονία τους (1914-1923) από τους βάρβαρους Τούρκους, ξεριζώνονται οι Έλληνες του Πόντου από την τρισχιλιόχρονη πατρίδα τους. Ακολουθεί η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών και η καταραμένη προσφυγιά.   Οι Έλληνες Πόντιοι φθάνουν στην Ελλάδα αφανισμένοι και εξαθλιωμένοι. Τους μαστίζει η δύσκολη ζωή στις παράγκες, η φτώχια. η αρρώστια, η καταφρόνια.  Το 1923 ήρθαν και οι πρώτοι προσφυγές στη Φθιώτιδα.  Η κατάστασή τους ήταν άθλια από κάθε άποψη. Τους αποβίβασαν στο λιμάνι της Στυλίδας και από εκεί τους εγκατέστησαν προσωρινά στο Κάστρο της Λαμίας. Ο τόπος ήταν άνυδρος. Προμηθεύονταν νερό από τις «Εφτά βρύσες» στην «Πλατεία Λαού». Τους γκετοποιήσανε. Οι συνθήκες υγιεινής τους ήταν κακές. Τους μάστιζαν επιδημίες. Οι υγειονομικές αρχές της Λαμίας, ο Νομάρχης, οι διάφοροι φορείς εσήμαναν συναγερμό. Έγινε πρόταση να τους μεταφέρουν στους μύλους Φραντζή, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος μεταδόσεως επιδημικών νόσων στο λαό.
«Στο Φραντζή υπάρχουσιν οικήματα και άφθονα τα προς κάθαρσιν μέσα και ο επισιτισμός καθίσταται ευχερής».
Τελικά οι πρόσφυγες παρέμειναν στο Κάστρο. Ωστόσο μερικοί Λαμιώτες κρυφά και με αγάπη τους επισκέπτονταν. Ελάχιστοι πρόσφυγες πάλι κρυφά βγαίνανε από το κάστρο και δουλεύανε κοντά σε μερικούς Λαμιώτες επαγγελματίες. Η κατάσταση των προσφύγων του Κάστρου ήταν τραγική. Θερμός συμπαραστάτης τους στη δυστυχία τους υπήρξε ο Πιστωτικός Συνεταιρισμός Τεχνοεργατών Λαμίας. Ο Συνεταιρισμός αυτός ιδρύθηκε το 1900 και ήταν ο πρώτος και μοναδικός στην Ελλάδα. Εξελίχθηκε με επιτυχία στη σημερινή Συνεταιριστική Τράπεζα Λαμίας. Όλοι οι Συνεταίροι του και προπάντων το φωτισμένο και φιλάνθρωπο Δ.Σ. έδειξαν αγάπη, ανθρωπιά, κοινωνική ευαισθησία και αλληλεγγύη και συμπαραστάθηκαν τους πρόσφυγες καλύπτοντας τις άμεσες ανάγκες τους με το ποσό των 2.500 δρχ. το οποίο πρόσφεραν από το Φιλανθρωπικό Ταμείο.
Οι πρόσφυγες του 1923. που ήρθαν στη Φθιώτιδα δεν εγκαταστάθηκαν εδώ μόνιμα. Η Φθιώτιδα ήταν απλώς ένας σταθμός τους, ένα πέρασμα, απ" όπου τους προώθησαν και τους εγκατέστησαν μόνιμα στην βόρεια Ελλάδα.
Έλληνες Πόντιοι πρόσφυγες από την τέως Σοβιετική Ένωση ήρθαν στην Ελλάδα το 1939, εξ αιτίας των Σταλινικών διώξεων. 80 οικογένειες προσφύγων ήρθαν στη Φθιώτιόα, από τις οποίες μόνιμα εγκαταστάθηκαν 40 οικογένειες. Οι άλλες έφυγαν για τη Βόρεια Ελλάδα. Η εποχή ήταν δύσκολη. Άρχισε ο Β' παγκόσμιος πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος. Οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν πολλά δεινά. Επιβίωσαν, ρίζωσαν, δημιουργήθηκαν και πρόκοψαν. Αποτελούν σήμερα ένα ζωντανό κύτταρο της Λαμιώτικης και Φθιωτικής κοινωνίας. Η πρώτη στέγη που τους φιλοξένησε ήταν το Ελασσώνειο. παλαιό στρατιωτικό Νοσοκομείο, εγκαταλελειμμένο. Εκεί έμειναν μέχρι τον Ιανουάριο του 1961. Μέσα στην καρδιά του χειμώνα, γέροι, γριές, λεχώνες, μικρά παιδιά, νέοι και νέες εξαναγκάσθηκαν να το εγκαταλείψουν με 10.000 δρχ. στο χέρι κάθε οικογένεια. Οι Αρχές είπαν ότι ήταν επικίνδυνο το κτίριο, οι πρόσφυγες λένε. τους έδιωξαν, για να μην αποκτήσουν δικαίωμα χρησικτησίας. Το Ελασσώνειο κατεδαφίστηκε γύρω στο 1965. Οι Έλληνες Πόντιοι πρόσφυγες, που φιλοξενήθηκαν στη ζεστή αγκαλιά του στα πικρά χρόνια της προσφυγιάς τους με δάκρυα στα μάτια παρακολούθησαν την κατεδάφιση του.
Το 1957, μετά την αποσταλινοποιηση, ήρθαν δύο οικογένειες απο το Καζακστάν, με σύνολο ατόμων 10. και ένα άτομο, το οποίο ήταν εξόριστο στις φυλακές της Σιβηρίας του οποίου η οικογένεια ζούσε στη Λαμία. Στη δεκαετία του 1990-2000 έχουμε στη Λαμία και στο Ν. Φθιώτιδας νέο κύμα προσφυγών από την τέως Σοβιετική Ένωση, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα και συνεχίζουν να εγκαθίστανται.Το πόσο άλλαξε η Φθιωτική κοινωνία από την άποψη της κοινωνικής αλληλεγγύης το μαρτυρεί ο ερχομός 250 Ελλήνων προσφύγων από το Σοχούμι (Γεωργία), οι οποίοι φιλοξενήθηκαν στις κατασκηνώσεις της Ανω Καλλιθέας Σπερχειάδας από 18 Αυγούστου μέχρι τον Οκτώβριο του 1993.
Από την εργασία της κας Συμέλας Τουμανίδου - Πατσινακίδου,
"Η κατά καιρούς εγκατάσταση των Ελλήνων Ποντίων προσφύγων στη Φθιώτιδα" (Πρακτικά Φθιωτικής Ιστορίας, 19-21 Σεπτ. 2005)


Οι Έλληνες ξεριζωμένοι από τον Πόντο εξ αιτίας της θηριωδίας των Τούρκων πριν, αλλά και κατά την Μικρασιατική καταστροφή, κατέφυγαν στον Καύκασο, στη Ν.Ρωσία, και από εκεί λόγω των απηνών σταλινικών διώξεων, το 1939, ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Οι Έλληνες πρόσφυγες του 1939 ήρθαν στην Ελλάδα με την έναρξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Η ζωή τους στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης ήταν πολύ δύσκολη. Πόλεμος, κατοχή, πείνα, εξαθλίωση, αντιμετωπίστηκαν με κουράγιο, δύναμη ψυχής και πολλή δουλειά. Ο γηγενής πληθυσμός τους αποκαλούσε 'Ρώσους', όμως οι Έλληνες Πόντιοι πρόσφυγες είχαν έντονη τη συνείδηση της ελληνικότητάς τους. 
Οι Έλληνες Πόντιοι πρόσφυγες του 1939 στη Φθιώτιδα κατόρθωσαν να επιβιώσουν και να προκόψουν με την πολλή και σκληρή δουλειά, την τιμιότητα, την αξιοσύνη, την αλληλεγγύη που είχαν μεταξύ τους. Ξεπέρασαν τα δεινά της προσφυγιάς με παραμονή για 2ο χρόνια κάτω από την κοινή στέγη στο Ελασσώνειο, παλαιό Νοσοκομείο της Λαμίας (νότια της πόλης). Αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν , μέσα στην καρδιά του χειμώνα, μήνα Ιανουάριο, με χιόνια και με 10.000 δρχ. στο χέρι η κάθε οικογένεια, για να μην αποκτήσουν δικαίωμα χρησικτησίας. Παιδεύτηκαν πολύ, αλλά σιγά σιγά έχτισαν τα δικά τους σπίτια, δημιούργησαν τις δουλειές τους, συνέβαλαν στην οικονομική πρόοδο και ευημερία της Λαμίας και της Φθιώτιδας.
                                                                                                                                                                           Θεόδωρος Πατσινακίδης, απόσπασμα από το Λεύκωμα που εξέδοσε η Ενωση Ποντίων Φθιώτιδας

    
Μαρτυρία της Κατίνας Κοβρακοπούλου
    "Με λένε Κατίνα Κοβρακοπούλου και σήμερα στα 86 μου χρόνια ( απ' όσα μπορώ να θυμάμαι ) ξαναφέρνω στο μυαλό μου, για σένα παιδάκι μου που καταδέχτηκες να μου χτυπήσεις την πόρτα, όσα προσπάθησα στη ζωή μου να ξεχάσω.
    Ζούσαμε στη Σαμψούντα του Πόντου. Ο πατέρας μου, η μάνα μου, τα έντεκα αδέρφια μου κι εγώ. Το καλοκαίρι του '22 με την οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού, μάθαμε ότι κατέβαιναν οι Τούρκοι στην πόλη μας. Πανικός απλώθηκε παντού και η     φαμίλια μου μαζί με τόσες άλλες τρέξαμε να κρυφτούμε στα βουνά. Από κει βλέπαμε να καίκονται τα σπίτια μας και η καρδιά μας βούλιαζε από τον πόνο και την απελπισία.
    Το κρύο και η πείνα μάς ανάγκαζαν να κατεβαίνουμε κρυφά τη νύχτα στην πόλη, να κλέβουμε στάχυα και να βγάζουμε πατάτες από τα χωράφια για να φάμε. Μαδούσαμε ακόμα και προβιές για λίγα γρόσια με αποτέλεσμα να ματώνουν τα χέρια  μας απ'τον ασβέστη που τις άλειφαν για να μαδιούνται ευκολότερα. Μερικές φορές πουλούσαμε και ξύλα για λίγο ψωμί.
    Λίγες μέρες αργότερα ήρθαν καράβια να μας πάρουν κι έτσι αφήνοντας τα βουνά βγήκαμε στη θάλασσα. Εκεί μας χώρισαν άντρες-γυναίκες για να μας βάλουν σε καΐκια. Θυμάμαι τον πατέρα μου που με αγκάλιασε και είπε στη μάνα μου : '' Ελένη,   μην κλαις, φύλαξ' το αυτό τουλάχιστον που είναι μικρό ''. Από τότε δεν τον ξανάδα, ούτε τ'αδέρφια μου. Κάποιοι είπαν πως τους πήραν στον τούρκικο στρατό κι άλλοι πως τους έσφαξαν.
  
     Όταν το καΐκι μας έφτασε στη μεσαρία ( μεσοπέλαγα ) ήρθε ένα βαπόρι για να μας πάρει κι ανεβήκαμε όλοι. Εκεί ένας γιατρός μάς εξέτασε και βρίσκοντας τη μάνα μου άρρωστη με χώρισε από κείνη και την έβαλε μαζί με άλλους αρρώστους. Τότε  αρχινάωεγώ τα κλάματα και τα παρακάλια και με τις πολλές φωνές καταφέρνω να μη με χωρίσουν από τη μάνα μου και να μ'αφήσουν να τρέξω κοντά της.
    Δεν ξέρω αν πέρασαν μέρες ή μήνες πάνω στο βαπόρι. Το μόνο που θυμάμαι ήταν τη μάνα μου να χειροτερεύει, τις πικρές ελιές, τις ρέγγες και το μουχλιασμένο ψωμί που τάιζαν τους αρρώστους και που μας έψαχναν για να μας πάρουν ό,τι  πολύτιμο είχαμε πάνω μας. ¨οταν κάποτε πιάσαμε στεριά, βγήκαμε στα μέρη της Πελασγίας Φθιώτιδας και στήσαμε αντίσκηνα. Η μάνα μου κρεμασμένη σ' ένα ξυλοκρέβατοκι εγώ να τρέχω μ' ένα σούρμο παιδιά χωρίς να καταλαβαίνω ακόμη το κακό που συνέβαινε.
    Μια μέρα που γύρισα από το παιχνίδι η μάνα μου μού είπε: " Γιατί φεύγεις; Ξέρεις αν θα με βρεις και αύριο εδώ; " Το άλλο πρωί ξύπνησα στην αγκαλιά της και ένιωθα να κρυώνω. Τη σκούντηξα ελαφρά αλλά εκείνη ήταν πεθαμένη. Με πήρε κάποια άλλη γυναίκα στη δική της σκηνή αλλά εγώ το 'σκασα και πήγα να δω για τελευταία φορά τη μάνα μου. Είδα να της βγάζουν ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες που φορούσε . " Δεν τις χρειάζεται πια εκεί που πάει, δε θα κρυώνει ", μου είπαν. Το άλλο πρωί είχε εξαφανιστεί και το αντίσκηνο.

          Εμένα με πήρε ένας παπάς και με το τρένο της Στυλίδας ήρθαμε στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον σ 'ένα βαγόνι στην Αγία Μαρίνα. Μας μοίρασαν από μια κουραμάνα κι ανάβοντας φωτιές τη ρίχναμε πάνω στα κάρβουνα για να καεί η μούχλα . Κάποια στιγμή μας ειδοποίησαν πως έρχεται άλλο τρένο για να μας πάει στη Λαμία. Τρέξαμε σαν τρελοί να μπούμε μέσα μα τα βαγόνια γέμισαν και έξι άτομα μείναμε απ 'έξω.
          Έφυγε το τρένο και χωρίς να ξέρουμε προς τα πού να πάμε, πήραμε το δρόμο κι όπου μας έβγαζε. Φτάνοντας κάποτε εκεί που τώρα είναι η μονάδα του στρατού στο Αυλάκι συναντήσαμε έναν τσοπάνο. Τον ρωτήσαμε και μας έδειξε ίσια το δρόμο για τη Λαμία. Στην πόλη δε μας άφησαν να μείνουμε καθόλου. Μας έκλεισαν στο κάστρο και επί δυο μήνες βγαίναμε μια φορά τη μέρα και κατεβαίναμε σε μια εκκλησία για να πιούμε νερό. Κάθε μέρα πέθαιναν γύρω στα δεκαπέντε άτομα από την πείνα και τις αρρώστιες.
          Τελικά στεγαστήκαμε σ 'έναν στρατώνα και σ' ένα γυμναστήριο. Οι φίλες μου λίγο μεγαλύτερες από μένα βρήκαν δουλειά στο σκάλισμα στα χωριά της Λαμίας. Εμένα δε με παίρνανε γιατί ήμουν μικρή και χρειάστηκε να παρακαλέσουνε όλες μαζί για να δουλέψω κι εγώ για λίγες δεκάρες.Ύστερα από μερικά χρόνια ήρθαμε να δουλέψουμε στο μεταλλείο στην Αγία Μαρίνα. Εκεί γνώρισα τον άντρα μου και ο γάμος μου έγινε μέσα στο γυμναστήριο. Φορούσα ένα χρωματιστό φουστάνι για νυφικό κι ήταν για μένα το καλύτερο νυφικό του κόσμου.Από το γάμο μου απόκτησα παιδιά και τελικά ήρθα στη Στυλίδα και πήρα ένα σπίτι που έδωσε η Πρόνοια σ 'όλη τη προσφυγιά. Μια κάμαρη κι ένα πλυσταριό. Άκουγα τους Στυλιδιώτες να λένε στα ζώα τους, όταν δεν προχωρούσαν: " Να που να σε φάει ο κακός ο πρόσφυγας " και μάτωνε η ​​καρδιά μου. Δεν ντρεπόμουν όμως για την καταγωγή μου γιατί η μόνη μου κληρονομιά που είχα από τους γονείς μου ήταν η αρχοντιά και η νοικοκυροσύνη μου.
Η ζωή μου με τα χρόνια καλυτέρεψε οικονομικά, πάντρεψα τα παιδιά μου, απόκτησα εγγόνια και σήμερα έχω απ 'όλα τα κκαλά του και ξαναγίνομαι μικρό παιδί. Βγαίνω στο τουρσέκι μου (γωνιά του σπιτιού) και προσπαθώ να ξεχωρίσω βαθιά στον ορίζοντα το πατρικό μου σπίτι της χαμένης πατρίδας μου με τα ανοιχτά παράθυρα και τις κεντητές κουρτίνες του . Θαρρώ πως το βλέπω μπροστά μου, με πιάνει το παράπονο κι αρχίζω ένα τραγούδι:

Τρέξε Αβέρωφ και Ψαρά
ως τη Μικρά Ασία
σφάζουν γυναίκες και παιδιά
τα άγρια ​​θηρία"

                                                                                                                                                                                          (από το αρχείο Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολικής Φθιώτιδας)

Μαρτυρία  Βασίλη Τσελεκίδη
"...................Ήρθα στη Λαμία το '52, τελικά ασχολήθηκα με τα περιβόλια....Το '60 παντρεύτηκα. Ήμουν 25 χρόνων. Η δουλειά στα περιβόλια ήταν δύσκολη, δεν έβγαινε, δεν είχαμε πόρους, απόκτησα το πρώτο κοριτσάκι. Είπα θα ανοίξω κατάστημα - θα κάνω τον έμπορο. Σιγά-σιγά άνοιξα ένα κατάστημα στη Λεωσθένους. Μετά χτίσαμε κάτω στην Κεντρική Αγορά, πήρα ένα κατάστημα εκεί πε΄ρα. Το '63 απέκτησα τη δέυετρη κόρη. Το 68 αρρ΄στησε η μάνα μου βαριά και πε΄θανε. Την ίδια χρονιά γεννιούνται τα δύο αγόρια, δίδυμα, ο Φώτης και ο Γιάννης.Οικογένεια μεγάλη, δύσκολα πολύ, δεν είχαμε τίποτε. Σιγά-σιγά με το εμπόριο πήραμε το οικόπεδο, χτίσαμε σπίτι, .....Ο ντόπιος πληθυσμός θαύμαζε τους Πόντιους, γιατί είδαν πόσο εργατικοί ήταν και πως καλλιεργούσαν τη γη, τι κάνανε με τη γη, πως την εκμεταλλευόντουσαν τη γη, με τα περιβόλια τους, τις ντομάτες, τα λάχανά τους, τα πράσα τους, τα πάντα. Το προσφυγικό στοιχείο που ήρθε, ως επί το πλείστον αυτοαπασχολήθηκε, νοικιάζοντας χωράφια από τους Αμπλιανίτες και φτιάχνανε περιβόλια. ¨Ολα με ενοίκιο... ¨Ολα με πολλή δουλειά. ..."   
                                                                                                                                         (από το Χρονικό της Εγκαταστάσεως των Ποντίων Προσφύγων στη Φθιώτιδα, έκδοση της Ένωσης Ποντίων Φθιώτιδας, 1999)


   Μαρτυρία Σόφης Κορυφίδου
Ήρθαμε από το Σοχούμ της Ρωσίας στην Αθήνα. Μείναμε σε ξενοδοχείο όπου μας φιλοξενήσανε. Ήμουν 5 χρόνων. Μετά από λίγες μέρες μας είπαν να πάμε στη Λαμία....Εδώ μας έβαλαν στο Ελασσώνειο. Μας πήγανε και στη Πελασγία, αλλά στον πατέρα μου δεν αρεσε και γυρίσαμε στη Λαμία. Στη Ν.Άμπλιανη τότε η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Οι άνθρωποι πολύ άγριοι, ζούσαν σε καλύβες. Ούτε νερό, ούτε τροφή, ούτε τρόπους είχανε, ούτε σαν ξένοι που ήρθαμε να μαας συμπεριφερθούν καλά. [....] οι γονείς μας δούλεψαν από δω κι απο κει , πήγαιναν άλλοι χαμάληδες, άλλοι λούστροι. Ο πατέρας μου ό,τι έβρισκε έκανε, γιατί ήμασταν πολυμελής οικογένεια και αναγκάστηκαν με τη μητέρα μου και δούλεψαν στα χωράφια. Στο σχολείο πήγα και κάνμε μαθήματα στις εκκλησίες του Αγιου Γεωργίου και Αγίας Παρασκευής. Δάσκαλοί μας ο Γιάννης Μπαρτσώκας και ο Καραχά΄λιος. μετά μοικιάζαμε χωράφια και μετά αγοράσαμε ένα μικρό χωράφι 4 στρέμματα και σιγά-σιγά εκεί μέσα χτίσαμε ένα σπιτάκι και μετά με δάνεια ανοίξαμε ένα πηγάδι και δουλέψαμε και ζήσαμε. Στο Ελασσώνειο μείναμε 24 χρόνια και 'άρον-άρον' μέσα στο καταχείμωνο, με χιόνι ένα μέτρο, Ιανουάριο μήνα, μας έδωσαν 10.000 δρχ και μας έβγαλαν γέρους, μωρά, λεχώνες, για να μην αποκτήσουμε δικαιώματα χρησικτησίας. Παρακαλούσαμε να μείνουμε εκεί τουλάχιστον το χειμώνα, που είχαμε και τα καλά μας, αλλά δεν μας άφησαν. [...]"

                                                                                                                                        (από το Χρονικό της Εγκαταστάσεως των Ποντίων Προσφύγων στη Φθιώτιδα, έκδοση της Ένωσης Ποντίων Φθιώτιδας, 1999)

  Φωτογραφίες μπροστά από το Ελασσώνειο. (Από  το Χρονικό της Εγκαταστάσεως των Ποντίων Προσφύγων στη Φθιώτιδα, έκδοση της Έν

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ανακαλύψτε 21 παραλίες στο Νομό Φθιώτιδας (Εικόνες & Χάρτες)

Απο που πήρε το ονομά της η λουτρόπολη των Καμένων Βούρλων.Ποιά η σχέση της με την πλούσια κωμόπολη των Βουρλών της Μικράς Ασίας που κάηκε απο τους Τούρκους

Το "παπούτσι της νύφης",Ήθη και έθιμα του γάμου στο Μώλο.(video)